-
1 ванна
ванна ж в разн. знач. το λουτρό, το μπάνιο· η μπανιέ ρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)· принять \ваннау κάνω μπάνιο, солнечные \ваннаы τα ηλιόλου τρα· воздушные \ваннаы τααερο λουτρα· грязевые \ваннаы τα λασπόλουτρα· морские \ваннаы τα θαλασσινά μπάνια* * *ж в разн. знач.το λουτρό, το μπάνιο; η μπανιέρα, ο λουτήρας (тк. сосуд)приня́ть ва́нну — κάνω μπάνιο
со́лнечные ва́нны — τα ηλιόλουτρα
возду́шные ва́нны — τα αερόλουτρα
грязевы́е ва́нны — τα λασπόλουτρα
морски́е ва́нны — τα θαλασσινά μπάνια
-
2 ванна
ванн||аж1. (сосуд) τό μπάνιο, ὁ λουτήρας, ἡ μπανιέρα;2. (купание) τό μπάνιο, τό λούσιμο, τό λουτρό:принять \ваннау κάμνω λουτρό, κάνω μπάνιο;3. (лечение) ἡ λουτροθεραπεία, τά λουτρά:воздушные \ваннаы τά ἀερόλουτρα; солнечные \ваннаы τά ἡλιόλουτρα, ἡ ἡλιοθεραπεία; морские \ваннаы τά θαλασσιά (θαλασσινά) λουτρά (или μπάνια).
См. также в других словарях:
θαλασσινός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα: Θαλασσινά μπάνια. 2. το αρσ. ως ουσ., θαλασσινός ναυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)